This is a poem written in Greek. There is currently no translation in English.
Ασυνήθιστο να μιλάς σε ευθύ πρόσωπο.
Κοίτα όμως γύρω, δεν είναι κανένας, μόνο εμείς. Μόνο εσύ μπορείς να με ακούσεις.
Είμαστε στα ανοιχτά, η φωνή μου δεν έχει αντίλαλο. Ανασαίνεις και ακούω την ανάσα σου. Γίνεται πιο γρήγορη και με κάνεις να πιστεύω πως ξέρεις τι θα πω. Τι θέλω να πω. Τι πραγματικά θέλω να πω.
Κάπου πέρα, στην ηρεμία ενός μοναχικού σπιτιού, κάθομαι και κάνω σκέψεις. Φαντασίες. Ακούω το κύμα να σκαει στα βράχια του γκρεμού από κάτω, και τον άνεμο να χαϊδεύει τα χόρτα που πρασινίζουν στα μέσα του φθινοπώρου.
Ήταν μια έκφραση, μια απόπειρα να ανοίξω τον εαυτό μου. Αυτό που με θλίβει είναι η ανισότητα ανάμεσα στο πόσο εύκολα γράφω και στο πόσο δύσκολα μιλάω ή εκφράζομαι.
Βουτάω την πένα μου στο μελάνι της αληθινής έμπνευσης και ζωγραφίζω τον εαυτό μου πάνω στο χαρτί. Και βγαίνουν λέξεις. Πρωτόγνωρο. Τόση ελευθερία σε τόσο λίγα γράμματα.
Κάνω τελεσίδικες σκέψεις. Όχι τελεσίδικες, τελειωτικές. Ή μάλλον δεν ξέρω πως να τις αποκαλέσω. Αλλά είναι σαν να θέλω να κλείσω ένα κεφάλαιο. Σαν να θέλω να γράψω το τελευταίο κεφάλαιο. Θέλω; Δεν ξέρω αν τελικά θέλω να γράψω το τελευταίο κεφάλαιο ή να ξεκινήσω ένα καινούριο. Ή μάλλον θέλω να ξεκινήσω το καινούριο αλλά δεν ξέρω πως θα ξεκινάει.
Ένας γλάρος αντιστέκεται στον αέρα και μοιάζει να αιωρείται. Τα μαλλιά σου είναι ανακατεμένα και με τα χέρια σου προσπαθείς να τα απομακρύνεις από το πρόσωπο σου. Ο απογευματινός ήλιος σε λίγο θα ακουμπήσει την θάλασσα.
Θα μείνεις για βράδυ; Θα μαγειρέψω κάτι νόστιμο και πρωτότυπο. Βάλε και εσύ ιδέες στην χύτρα. Θα την βάλουμε πάνω στο τζάκι. Μετά μπορούμε να πάμε στον διπλανό λόφο και να δούμε τα φώτα της πόλης να τρεμοπαίζουν. Μακριά από την φρενίτιδα του σήμερα, είμαστε σαν δύο ερημίτες στον δικό μας κόσμο.
Και μετά θα γυρίσουμε να μυρίσουμε το φαγητό. Θα φάμε με κεριά σε ξύλινα πιάτα, στο ξύλινο τραπέζι, με ξύλινα κουτάλια. Φτωχικά. Μπορούμε να ακούσουμε το γραμμόφωνο και να πούμε για την μουσική. Να διαβάσουμε και να πούμε το τι σημαίνουν τα λόγια του βιβλίου. Να κοιταχτούμε δίχως να πούμε τίποτα. Να κινηθούμε ελεύθερα στο δωμάτιο. Μπορούμε να θρέψουμε ο ένας τον άλλο με το άγγιγμα.
Τα τελευταία κάρβουνα σβήνουν σαν ερυθροί γίγαντες. Ξαπλώνουμε και κοιτάμε τα αστέρια από το παράθυρο. Είναι τόσα πολλά, μοιάζουνε με πιτσιλιές σε σκοτεινό θάλαμο. Και αύριο μπορούμε να πάμε για φωτογραφίες. Θα μας ξυπνήσουν τα πουλιά το πρωί, και για πρωινό θα φάμε ψωμί με μέλι. Τόσα πολλά πράγματα που θα κάνουμε.
Σφιγγόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο, αυτή την φορά όχι προσεκτικά όπως την πρώτη. Το φως, ο ήχος, και η συνείδηση σβήνουν, αλλά είμαστε δίπλα ο ένας στον άλλο. Είμαστε ένα.
11 Δεκεμβρίου 2007